- πρασσαίος
- ὁ, Α1. (ως κωμ. χαρακτηρισμός) αυτός που είναι πράσινος όπως το πράσο2. ως κύριο όν. ὁ Πρασσαῑοςπροσωνυμία βατράχου στο έργο Βατραχομυομαχία τού Αριστοφάνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κατάλ. -αῑος με εκφραστικό διπλασιασμό τού -σ-].
Dictionary of Greek. 2013.